αλύσσαχτος

αλύσσαχτος
-η, -ο
αυτός που δεν είναι λυσσασμένος: Ευτυχώς, το σκυλί που με δάγκασε ήταν αλύσσαχτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αλύσσαχτος — και –ιαχτος και –αγος, η, ο [λυσσάζω] 1. αυτός που δεν προσβλήθηκε από λύσσα 2. αυτός που δεν κατέχεται από παράφορες ορμές φιληδονίας, λαγνείας 3. το ουδ. ως ουσ. το αλύσσαχτο είδος αγριόχορτου που προλαβαίνει ή θεραπεύει τη λύσσα (αλλιώς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”